- λαύδανον
- και λάβδανο και λήδανο και λάδονο, το (Α λάδανον και λήδονον)1. (στο παρελθόν) το κεκαθαρμένο όπιο2. κροκούχο βάμμα τού οπίου, που έχει σκοτεινό ερυθροκίτρινο χρώμα και πικρή γεύση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως αναλγητικό, κατευναστικό και αντιδυσεντερικό φάρμακο, αλλά με πολύ περιορισμένη χρήση σήμερα3. το μίγμα τών υδροχλωρικών αλάτων τών κυριότερων από τα αλκαλοειδή τού οπίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λήδανον, λάδανον είναι σημιτ. δάνεια, πρβλ. αραβ. ladan, από το οποίο τα νεοπερσ. lādan και ασσυρ. ladunu. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές lādanum, lēdanum και laudanum. Οι νεοελλ. τ. λαύδανο και λάβδανο είναι αντιδάνειες λ. < λατ. la(v)danum].
Dictionary of Greek. 2013.